προστομίδα

προστομίδα
η / προστομίς, -ίδος, ΝΑ
εξάρτημα τών πνευστών οργάνων που έρχεται σε επαφή με τα χείλη τού εκτελεστή και διά μέσου τού οποίου αυτός φυσά και θέτει σε παλμική κίνηση τη στήλη τού αέρα που περιέχεται στον σωλήνα τού οργάνου παράγοντας έτσι ήχο, αλλ. επιστόμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + στομίς «εξάρτημα τού χαλινού» (< στόμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προστομίδα — προστομίς mouthpiece fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγίαυλος — Bλ. λ. φλάουτο. * * * ο, ΝΜΑ μουσ. λόγια ονομασία τού φλάουτου, ξύλινου πνευστού οργάνου σε σχήμα αυλού, το οποίο έχει την προστομίδα πλαγίως στο επάνω άκρο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + αὐλός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”