- προστομίδα
- η / προστομίς, -ίδος, ΝΑεξάρτημα τών πνευστών οργάνων που έρχεται σε επαφή με τα χείλη τού εκτελεστή και διά μέσου τού οποίου αυτός φυσά και θέτει σε παλμική κίνηση τη στήλη τού αέρα που περιέχεται στον σωλήνα τού οργάνου παράγοντας έτσι ήχο, αλλ. επιστόμιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + στομίς «εξάρτημα τού χαλινού» (< στόμα)].
Dictionary of Greek. 2013.